ομοέστιος

ομοέστιος
ὁμοέστιος, -ον (Α)
βλ. ομέστιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • ομέστιος — ὁμέστιος και ὁμοέστιος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στην ίδια οικία, ο συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έστιος (< ἑστία), πρβλ. εφ έστιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”